σκελίδα

σκελίδα
[-ις Ηδος)] η , σκελίδι τό долька (цитрусовых; чеснока)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκελίδα" в других словарях:

  • σκελίδα — σκελίδα, η και σκελίδι, το μέρος της κεφαλής του σκόρδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκελίδα — η / σκελίς, ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α νεοελλ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί νεοελλ. μσν. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή… …   Dictionary of Greek

  • άγλις — ἄγλις ( ιθος και ιδος) και ἀγλίς ( ῑθος), η (AM) 1. σκελίδα σκόρδου 2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που τό αποτελούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • αγλίθα — και αγλίδα και αγουλήθρα και γλίθα και αγγλίδα, η 1. σκελίδα σκόρδου ή φέτα πορτοκαλιού, μανταρινιού κ.λπ. 2. αδένας 3. νόσος τού ήπατος τών αιγοπροβάτων, εχινόκοκκος 4. γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἄγλις*] …   Dictionary of Greek

  • γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλλιά — η βοτ. κοινή ονομασία καθενός από τα βολβίδια από τα οποία αποτελείται ο βολβός τού σκόρδου, η σκελίδα …   Dictionary of Greek

  • μονοσκέλιδον — μονοσκέλιδον, τὸ (Μ) σκελίδα σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκελίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • σκελίδι — το / σκελίδιον, ΝΜ, και σκλίδι Ν [σκελίς, ίδος] (υποκορ. τ.) σκελίδα …   Dictionary of Greek

  • σκελλίς — ίδος, η, Α βλ. σκελίδα …   Dictionary of Greek

  • σκορδοσκελίδα — η, Ν καθένα από τα βολβομερή που αποτελούν τον βολβό τού σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + σκελίδα (< σκέλος)] …   Dictionary of Greek

  • σχελίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σκελίδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»